- πλέονι
- πλείωνmoredat comp sgπλείωνmoreneut dat comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλέον' — πλέονα , πλείων more neut nom/voc/acc comp pl πλέονα , πλείων more masc/fem acc comp sg πλέονα , πλείων more neut acc comp pl (epic) πλέονα , πλείων more neut nom comp pl (epic) πλέονι , πλείων more dat comp sg πλέονι , πλείων more neut dat comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… … Dictionary of Greek
μαργότης — μαργότης, ητος, ἡ (Α) [μάργος] 1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη 2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.) 3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια … Dictionary of Greek